Home > Term: oöcyte
oöcyte
Ένα ανώριμο θηλυκό φύλο κελί. Αυτών αυγών πρόδρομα κύτταρα, ή πρωτογενή oöcytes, παράγονται πριν από τη γέννηση. Γίνονται δευτεροβάθμια oöcytes συνήθως μία προς μία, μετά την εφηβεία, όταν οι ορμόνες προκαλούν ωορρηξία.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Anthropology
- Category: Physical anthropology
- Company: Palomar College
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)