Home > Term: παράκαμψη
παράκαμψη
Να επισπεύσουν, ή μη αυτόματα, μιας καθορισμένης διαδικασίας. Σημείωση: για παράδειγμα, ένας μπορεί να παρακάμψετε με μη αυτόματο τρόπο μια προβλεπόμενη πορεία της δράσης που έχει προγραμματιστεί να παρουσιαστεί σε περίπτωση ένα σφάλμα. 2. Σε τηλεφωνίας, η εισαγωγή της ή η κατάσχεση, ένα απασχολημένο κύκλωμα, δηλαδή, ένα κατεχόμενα κύκλωμα, από ένα μέρος εκείνων που χρησιμοποιεί το κύκλωμα. Σημείωση: για παράδειγμα, ένας συνοδός ενδέχεται να παρακάμψετε ένα κύκλωμα μετά από μια απασχολημένη επαλήθευση ή ένας χρήστης με ένα υψηλότερο επίπεδο προτεραιότητας ενδέχεται να παρακάμψετε ένα κύκλωμα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Τηλεπικοινωνίες
- Category: General telecom
- Company: ATIS
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)