Home > Term: ταλαντωτής
ταλαντωτής
Ο γενικός όρος για μια ηλεκτρική συσκευή που παράγει τα εναλλασσόμενα ρεύματα ή τάσεις. Ταλαντωτή ταξινομείται ανάλογα με τη συχνότητα του σήματος που δημιουργείται.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Weather
- Category: Meteorology
- Company: AMS
0
Δημιουργός
- IreneK
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)