Home > Term: παμφάγο
παμφάγο
Η δυνατότητα να ζουν με την κατανάλωση κρέατος και φυτικά τρόφιμα. Δείτε σαρκοβόρα και φυτοφάγο.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Anthropology
- Category: Physical anthropology
- Company: Palomar College
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback