Home > Term: Συλλογίζομαι
Συλλογίζομαι
Να σιγά-σιγά να θερμάνει ένα ποτό, όπως μηλίτη, με μπαχαρικά και ζάχαρη.
- Μέρος του λόγου: verb
- Κλάδος/Τομέας: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Better Homes and Gardens
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback