Home > Term: μορατόριουμ
μορατόριουμ
Υποχρεωτική παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων σε ένα είδος (π.χ. η μπλε φάλαινα), σε μια περιοχή (π.χ. ένα ιερό ), με ιδιαίτερη ταχύτητα (π.χ. απλάδια μεγάλης κλίμακας), και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (προσωρινή, οριστική, εποχιακά, ή που σχετίζονται με την επαναλειτουργία κριτήρια).
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fishing
- Category: Marine fishery
- Organization: NOAA
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback