Home > Term: μονοκαλλιέργεια
μονοκαλλιέργεια
Ένα μοτίβο της καλλιέργειας ή δέντρο παραγωγής που βασίζεται σε μια φυτική ποικιλία.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Agricultural programs & laws
- Company: USDA
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)