Home > Term: μέντορας
μέντορας
Ουσιαστικό: Σύμβουλος σε ένα μαθητευόμενο.
Ρήμα: Να συμβουλεύει ή τρένο (κάποιος).
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
0
Δημιουργός
- athinapt
- 100% positive feedback
(TRILOFOS, Greece)