Home > Term: τσιράκι
τσιράκι
Σε μεγάλα εστιατόρια, βοηθά στην ετοιμασία φαγητών στην κουζίνα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Restaurants
- Category: Culinary; Fine dining
- Organization: Wikipedia
0
Δημιουργός
- RASLOG
- 0% positive feedback