Home > Term: διακοπή
διακοπή
(1) Η αναστολή της διαδικασίας να χειριστεί ένα συμβάν που είναι εξωτερικά για την process.~(2) να προκαλέσει την αναστολή της ένα process.~(3) χαλαρά, μια αίτηση διακοπής.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)