Home > Term: αστάθεια
αστάθεια
Προϋπόθεση για μια κινητή μονάδα στην οποία το άθροισμα των ροπών τείνει να ανατρέψει τη μονάδα υπερβαίνει το ποσό των τις στιγμές που τείνει να αντισταθούν στην ανατροπή.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback