Home > Term: humidifier
humidifier
Ως μηχανικό μέσο αύξησης η σχετική υγρασία με έγχυση νερό ή νερό ατμός στην ατμόσφαιρα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)