Home > Term: κλίσεως
κλίσεως
(1) Απόθεση στη μία πλευρά. (2) Προκαλεί ένα πλοίο στη λίστα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback