Home > Term: Λούκι
Λούκι
Βαθειά πληγή κομμένο σε μια πλαγιά του εδάφους ή χαλαρά, ενοποιημένα ιζημάτων από τη συγκέντρωση του απορροή βροχής σε ένα κανάλι. Που αντιπροσωπεύει μία από τις πιο καταστροφικές μορφές της διάβρωσης.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Περιβάλλον
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback