Home > Term: gleyed
gleyed
Μια κατάσταση του εδάφους που προκύπτει από παρατεταμένη κορεσμού του εδάφους, η οποία εκδηλώνεται με την παρουσία των μπλε ή πρασινωπό χρωμάτων μέσω του χώματος, μάζα ή σε mottles (κηλίδες ή ραβδώσεις) μεταξύ των χρωμάτων. Gleying εμφανίζεται κάτω από τη μείωση των όρων, με την οποία σιδήρου μειώνεται κατά κύριο λόγο στο σιδηρούχων κράτος.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Earth science
- Category: Soil science
- Company: Soil Science Society of America
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)