Home > Term: στιλπνή
στιλπνή
Ένα λαμπερό, γυαλιστερό εφέ που μεταδίδεται στα υφάσματα από το φινίρισμα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)