Home > Term: Full-fashioned
Full-fashioned
Ένας όρος υφάσματος που παράγεται σε ένα μηχάνημα επίπεδη-πλεξίματος, όπως είδη καλτσοποιίας, πουλόβερ και Εσώρουχα, που να είχαν διαμορφωθεί με την προσθήκη ή τη μείωση των ράμματα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)