Home > Term: εύφλεκτο
εύφλεκτο
Μια εύφλεκτα που είναι ικανή να αναφλεγούν εύκολα και γρήγορα καταναλώνονται από πυρκαγιά.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback