Home > Term: εύφλεκτων ατμών
εύφλεκτων ατμών
Μια συγκέντρωση των συστατικών στον αέρα που υπερβαίνει το 10 τοις εκατό το κατώτερο όριο εύφλεκτα (LFL).
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback