Home > Term: ψαράς
ψαράς
Το άτομο που ασχολείται με την αλιεία, το ψάρεμα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fishing
- Category: Marine fishery
- Organization: NOAA
0
Δημιουργός
- Aggeliki
- 100% positive feedback
(Berlin, Germany)