Home > Term: κρουνό
κρουνό
Valved σύνδεσης σε ένα σύστημα υδροδότησης έχοντας μία ή περισσότερες δυνατότητες διάθεσης και που χρησιμοποιείται για τον εφοδιασμό με εύκαμπτο σωλήνα και την πυροσβεστική υπηρεσία pumpers με νερό.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback