Home > Term: εξοπλισμός, σταθερός
εξοπλισμός, σταθερός
Εξοπλισμός που είναι δεμένο ή αλλιώς εξασφάλισε σε μια συγκεκριμένη θέση.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- athinapt
- 100% positive feedback
(TRILOFOS, Greece)