Home > Term: δυσλειτουργία
δυσλειτουργία
Μη φυσιολογική, με προβλήματα όρασης ή ελλιπή λειτουργία του οργανισμού, οργάνου, ιστών ή του κελιού.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)