Home > Term: ασυνέχεια
ασυνέχεια
Μια αλλαγή στην κανονική, φυσική δομή της υλικό το οποίο μπορεί να επηρεάσει την εξυπηρέτησης.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)