Home > Term: directionalization
directionalization
Η προσωρινή μετατροπή ένα τμήμα ή το σύνολο μιας ομάδας αμφίδρομα κορμού σε μονόδρομο δίοδοι που ευνοεί εναέριας κυκλοφορίας που απορρέουν από ένα διακόπτη συμφόρηση. Σημείωση: γειτονικών κόμβων πρέπει να συνεργάζονται για την επίτευξη directionalization.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Τηλεπικοινωνίες
- Category: General telecom
- Company: ATIS
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)