Home > Term: απόσπασμα (DET)
απόσπασμα (DET)
Ένα τμήμα μιας μονάδας διαχωρίζονται από την κύρια οργάνωση για καθήκον κάπου αλλού.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά
- Category: Peace keeping
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)