Home > Term: πυκνότητα, όγκος
πυκνότητα, όγκος
Το βάρος ανά μονάδα όγκου ενός υλικού που περιλαμβάνει κενά σύνφυτα προς το υλικό ελέγχου.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- KATRAT
- 100% positive feedback