Home > Term: κρέμας λαχανιάζω
κρέμας λαχανιάζω
Παταγωδώς μικρών, κοίλο από choux είδη ζαχαροπλαστικής (είδη ζαχαροπλαστικής κρέμας λαχανιάζω) γεμάτη από ζαχαρούχα κρέμα ή τσουρέκι.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)