Home > Term: σύμφωνο
σύμφωνο
Συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερα μεμονωμένα άτομα ή ομάδες, στην οποία όλα τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Government
- Category: Government & politics
- Organization: The College Board
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)