Home > Term: ιστού·
ιστού·
1) Ιστών που υποστηρίζει και συνδέει άλλων ιστών. Το αποτελείται από συνδετικό ιστό κελιά ενσωματωμένα σε ένα μεγάλο ποσό εξωκυττάριο.
2) Στήριξη ιστών που περιβάλλει άλλους ιστούς και όργανα. Εξειδίκευση συνδετικό ιστό περιλαμβάνει κόκαλα, χόνδροι, αίματος και λίπος.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)