Home > Term: concourse
concourse
Ενδιάμεσο διαβάθμισης ή περιοχή(ές) σύνδεση ένα σταθμό platform(s) σε ένα κοινό τρόπο μέσω σκάλες, κυλιόμενες κλίμακες ή διαδρόμους.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)