Home > Term: συμμόρφωση
συμμόρφωση
Το μέλος μιας οργάνωσης που ανταποκρίνεται στις προβλεπόμενες προδιαγραφές, ρήτρες, κανονισμούς ή πρότυπα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Quality management
- Category: Six Sigma
- Organization: ASQ
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback