Home > Term: κώματος
κώματος
Ένα μέλος της βαθιάς ποσότητες λιποθυμία που προκλήθηκαν από την ασθένεια, ζημία ή δηλητήριο.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)