Home > Term: κιννάβαρι
κιννάβαρι
Μια θειούχου υδραργύρου από την οποία προέρχεται ο υδράργυρος του εμπορίου.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback