Home > Term: χόνδρινο
χόνδρινο
Σχετικών με ή αποτελείται από χόνδρων, από τη συνοχή των χόνδρων ή gristle.
- Μέρος του λόγου: adjective
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback