Home > Term: καροτένιο
καροτένιο
Ένα κόκκινο, πορτοκαλί ή κίτρινο χρωστικής ουσίας που ανήκουν στην ομάδα των καροτενοειδών, πρόδρομη ουσία της βιταμίνης α.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback