Home > Term: cache
cache
Το όνομα που δόθηκε στον Καναδά μια τρύπα στο έδαφος για την απόκρυψη διατάξεις όταν χαίρουν δυσκίνητος να φέρουν.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)