Home > Term: παράκαμψη
παράκαμψη
Δυνάμεών γύρω από ένα εμπόδιο, θέση ή στρατεύματα για να διατηρηθεί η ορμή προς όφελος.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά
- Category: Peace keeping
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)