Home > Term: πινέλο
πινέλο
Συλλογική όρος που αναφέρεται σε μια στάση της βλάστησης που κυριαρχείται από θάμνους, ξυλωδών φυτών ή χαμηλής καλλιέργειας δένδρων.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback