Home > Term: κυψέλη
κυψέλη
Μια διόγκωση που προκύπτουν από το διαχωρισμό των καλυμμάτων ή πολυστρωμάτωση υλικό από το basefabric.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
0
Δημιουργός
- IreneK
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)