Home > Term: biparting
biparting
Κατακόρυφα ολίσθησης θύρας στην οποία ήμισυ της θύρας μετακινείται προς τα επάνω και κατά το ήμισυ της θύρας που μετακινεί προς τα κάτω για να ανοίξετε, ή μία οριζόντια συρόμενη θύρα με την οποία μετακινείται το δικαίωμα και μία μία θύρα μετακινεί προς τα αριστερά για να ανοίξει.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback