Home > Term: berm
berm
Χαμηλό λόφο της άμμου που αποτελεί κατά μήκος των παράκτιων παραλίες.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Earth science
- Category: Oceanography
- Company: Marine Conservation Society
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)