Home > Term: βαρέλι
βαρέλι
Μια μονάδα του όγκου που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία πετρελαίου που είναι ίση με 42 gal (159 L).
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback