Home > Term: αμίαντος
αμίαντος
Ορυκτή ίνα που μπορούν να μολύνουν αέρα ή του νερού και να προκαλέσει καρκίνο ή αμιαντίαση όταν εισπνέεται.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Περιβάλλον
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback