Home > Term: κουκέτα
κουκέτα
Μια ψημένα πουρές (κυμαίνονται στην υφή από λείο σε chunky) των μήλων, ζάχαρη και, μερικές φορές, καρυκεύματα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)