Home > Term: angiosperm
angiosperm
Αγγειόσπερμα. Ένα από μια ομάδα φυτών, σπόρων προς σπορά των οποίων περικλείονται σε ένα ώριμο ωοθήκης (φρούτα).
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Rice science
- Company: IRRI
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)