Home > Term: αλληλόμορφο
αλληλόμορφο
Μία από τις πολλές πιθανές μορφές μεταλλαξιογόνες ενός γονιδίου σε ένα συγκεκριμένο γενετικό locus. Διπλοειδή ένα άτομο μπορεί να έχει ένα μέγιστο όριο των δύο μορφές (αλληλόμορφα), αλλά μπορεί να υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές αλληλόμορφα στο είδος.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Rice science
- Company: IRRI
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)