Home > Term: ακετυλένιο
ακετυλένιο
Ένα δύσοσμων αερίων ουσία από την ελλιπή καύση των υδρογονανθράκων.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)