Home > Term: ακετόνη
ακετόνη
Ένα άκρως εύφλεκτο υγρό που λαμβάνεται γενικά με ξηρά απόσταξη των οξικών αλάτων.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)