Home > Term: άμβλωση (φυτά)
άμβλωση (φυτά)
πρόωρη διακοπή της ανάπτυξης των γαμετών, εμβρύων, γύρη, σπόρους, φρούτα, λουλούδια, κλπ.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Δημιουργός
- AnastasiaA120
- 100% positive feedback